- μηλολόνθιον
μηλολόνθιον, τό, dim. zu Vorigem, Schol. Ar. Vesp. 1341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλολόνθιον, τό, dim. zu Vorigem, Schol. Ar. Vesp. 1341.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλολόνθιον — μηλολόνθιον, τὸ (Α) [μηλολόνθη] υποκορ. τού μηλολόνθη … Dictionary of Greek
μηλολόνθιον — cockchafer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek