βοηθός

βοηθός

βοηθός, όν, = vor., helfend, beistehend, Her. 5. 77; νῆες 5, 97; Thuc. 1, 45; subst., der Helfer, τινί Antiph. 1, 2; Xen. Cyr. 5, 3, 19 u. Folgde.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Βοηθός — hasting to the cry for help masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθός — hasting to the cry for help masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βόηθος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… …   Dictionary of Greek

  • βοηθός — ο 1. συμπαραστάτης, αυτός που δίνει βοήθεια, αρωγός: Στο καλό και ο Θεός βοηθός. 2. υπάλληλος, συνεργάτης που εργάζεται κάτω από την επιστασία άλλου: Είναι βοηθός χειρούργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀδελφὸς ἀδελφοῦ βοηθός… — См. Свой своему поневоле друг …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βοηθόν — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem acc sg βοηθός hasting to the cry for help neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρωγός, -ός, -ό — βοηθός, προστάτης: Στις προσπάθειές του αυτές αρωγός στάθηκε ο θείος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βοηθοῖς — Βοηθός hasting to the cry for help masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Βοηθοί — Βοηθός hasting to the cry for help masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθοί — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”