νοθείος — νοθεῑος, εία, ον, ουδ. και νόθειον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόθο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοθεῑα ή νόθεια (ενν. χρήματα) η κληρονομία τμήματος τής πατρικής περιουσίας από νόθο τέκνο, τα πράγματα που ανήκουν στον νόθο.… … Dictionary of Greek
νοθεία — νοθείᾱ , νοθεία birth out of wedlock fem nom/voc/acc dual νοθείᾱ , νοθεία birth out of wedlock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νοθείᾱ , νοθεῖος of fem nom/voc/acc dual νοθείᾱ , νοθεῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθείας — νοθείᾱς , νοθεία birth out of wedlock fem acc pl νοθείᾱς , νοθεία birth out of wedlock fem gen sg (attic doric aeolic) νοθείᾱς , νοθεῖος of fem acc pl νοθείᾱς , νοθεῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθείαις — νοθεία birth out of wedlock fem dat pl νοθεῖος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθείαν — νοθείᾱν , νοθεία birth out of wedlock fem acc sg (attic doric aeolic) νοθείᾱν , νοθεῖος of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοθείᾳ — νοθείᾱͅ , νοθεία birth out of wedlock fem dat sg (attic doric aeolic) νοθείᾱͅ , νοθεῖος of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)