- βολεών
βολεών, ῶνος, ὁ (ein Ort, wo man etwas hinwirft), Mistgrube, Harpocr. Cram. An. Ox. II, 492 aus Din. u. Philem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολεών, ῶνος, ὁ (ein Ort, wo man etwas hinwirft), Mistgrube, Harpocr. Cram. An. Ox. II, 492 aus Din. u. Philem.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολεών — dunghill masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολεῶνας — βολεών dunghill masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολεῶνες — βολεών dunghill masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολεῶσι — βολεών dunghill masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόλιτον — βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α) 1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών 2. φρ. «βολίτου δίκη» δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα… … Dictionary of Greek