νοθεύω

νοθεύω

νοθεύω, unächt machen, verfälschen, unterschieben, Sp., wie Synes. – Oft im pass., für unächt erklärt, gehalten werden, bes. von Schriftwerken.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοθεύω — corrupt pres subj act 1st sg νοθεύω corrupt pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεύω — νοθεύω, νόθεψα και νόθευσα βλ. πίν. 17 , βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νοθεύω — (ΑΜ νοθεύω) [νόθος] 1. ενεργώ νοθεία, καταστρέφω τη γνησιότητα, κιβδηλεύω, παραποιώ («μὴ νοθεύσης τὴν αρετήν, μὴ περιφύγης τὸν κόπον», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. (σχετικά με τρόφιμα ή φάρμακα) αλλοιώνω τη σύσταση προσθέτοντας ξένη ουσία για εξαπάτηση και… …   Dictionary of Greek

  • νοθεύω — νόθεψα, νοθεύτηκα, νοθεμένος και νοθευμένος 1. αλλοιώνω τα συστατικά πράγματος: Νοθεύονται τα καύσιμα. 2. παραποιώ, καταστρέφω τη γνησιότητα πράγματος: Η προσωποληψία νοθεύει τη βούληση του πολίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νενοθευμένα — νοθεύω corrupt perf part mp neut nom/voc/acc pl νενοθευμένᾱ , νοθεύω corrupt perf part mp fem nom/voc/acc dual νενοθευμένᾱ , νοθεύω corrupt perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεύετε — νοθεύω corrupt pres imperat act 2nd pl νοθεύω corrupt pres ind act 2nd pl νοθεύω corrupt imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθεύῃ — νοθεύω corrupt pres subj mp 2nd sg νοθεύω corrupt pres ind mp 2nd sg νοθεύω corrupt pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενοθευμένον — νοθεύω corrupt perf part mp masc acc sg νοθεύω corrupt perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενοθευμένων — νοθεύω corrupt perf part mp fem gen pl νοθεύω corrupt perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενοθεῦσθαι — νοθεύω corrupt perf inf mp νοθεύω corrupt perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθευθέντα — νοθεύω corrupt aor part pass neut nom/voc/acc pl νοθεύω corrupt aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”