μολεύω

μολεύω

μολεύω, die Ausläufer, stolones, abschneiden und verpflanzen, Poll. 7, 146; bei Hesych. μολούω, bei Theophr. v. l. μωλύω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολεύω — μολεύω, μόλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μολεύω — (I) (Μ μολεύω) 1. μεταδίδω μόλυσμα ή νόσημα, μολύνω κάποιον 2. μολύνομαι 3. μτφ. μιαίνω, ατιμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω, με επίδραση τού νοθεύω]. (II) μολεύω (Α) κόβω και μεταφυτεύω τις παραφυάδες τών δένδρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματ …   Dictionary of Greek

  • μολεύω — μόλεψα, μολεύτηκα, μολεμένος, μολύνω κάποιον, μεταδίνω ασθένεια: Το παιδί κόλλησε μια αρρώστια από ένα συμμαθητή του και μόλεψε όλη την οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολεύειν — μολεύω cut off and transplant the suckers pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμόλευτος — η, ο [μολεύω] 1. ο μη μολεμένος, αμόλυντος 2. ηθικά αμόλυντος, ενάρετος 3. ανόθευτος, γνήσιος …   Dictionary of Greek

  • βλαστάνω — και βλασταίνω και βλαστίζω (AM βλαστάνω, Α και βλαστώ, άω και βλαστώ, έω και βλαστώ, όω) 1. αποκτώ βλαστούς, πετάω βλαστάρια 2. γεννιέμαι 3. φυτρώνω, εμφανίζομαι αρχ. κάνω να βλαστήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Από το θ. του αορ. έβλαστον,… …   Dictionary of Greek

  • μολοβρός — μολοβρός, ὁ (Α) 1. (για επαίτη) αυτός που σπεύδει προς τη βορά, ακόρεστος στην τροφή, γαστρίμαργος, λαίμαργος 2. ως επίθ. μολοβρός, ή, όν αυτός που μόλις αυξάνεται, χαμηλός, ταπεινός («μολοβρὴ ῥίζα» ή «μολοβρὴ κεφαλή» η ρίζα, ή κεφαλή φυτού που… …   Dictionary of Greek

  • μολούω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μολούειν ἐγκόπτειν τὰς παραφυάδας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τού μολεύω (ΙΙ)*, πιθ. κατ αναλογία προς το κολούω] …   Dictionary of Greek

  • μόλεμα — το (Μ μόλεμα) [μολεύω] 1. μίανση, μόλυνση, μόλυσμα 2. ρύπανση, λέρωμα μσν. λοιμός, επιδημία …   Dictionary of Greek

  • μόλουρος — μόλουρος, ὁ (Α) είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τα μολεύω (II), μολούω δεν φαίνεται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • molimă — MÓLIMĂ, molime, s.f. (pop.) Boală cu caracter epidemic; (la oameni) epidemie; (la animale) epizootie; p. ext. boală care atacă un număr mare de plante. – Din ngr. mólema. Trimis de LauraGellner, 03.06.2004. Sursa: DEX 98  MÓLIMĂ s. 1. v.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”