μολγός — μολγός, ὁ (Α) 1. (στη γλώσσα τών Ταραντίνων) σάκος ή ασκός από δέρμα βοδιού 2. μοχθηρός 3. ακόλαστος, ασελγής 4. (κατά τον Ησύχ.) κλέπτης 5. φρ. α) «μολγὸν γενέσθαι δεῑ σε» πρέπει να σού γδάρουν, να σού αργάσουν το τομάρι, Αριστοφ. β. «μολγὸν… … Dictionary of Greek
μολγός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγοί — μολγός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγοῦ — μολγός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγούς — μολγός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγῶ — μολγός masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγῷ — μολγός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολγόν — μολγός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
molko- — molko English meaning: leather pouch Deutsche Übersetzung: “Ledersack, Ledertasche” Material: O.H.G. malaha, M.H.G. malhe “Ledertasche”, O.Ice. malr ‘sack, bag”, Gk. tarent. μολγός ‘sack, bag from Rindsleder”; die Unstimmigkeit in … Proto-Indo-European etymological dictionary
Κυναμολγοί — Κυναμολγοί, οἱ (Α) 1. αρχαία λιβυκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή τού Ισημερινού 2. σκύλοι που τρέφονταν με γάλα αγελάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + αμολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός] … Dictionary of Greek
ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek