- νηο-κόρος
νηο-κόρος, ion. = νεωκόρος, Philip. 26 (IX, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηο-κόρος, ion. = νεωκόρος, Philip. 26 (IX, 22).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεωκόρος — ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος) (γενικά) φύλακας και επιστάτης τού ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής νεοελλ. (ειδικά)… … Dictionary of Greek