μολόχη

μολόχη

μολόχη, ἡ, = μαλάχη, s. oben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολόχη — mallow fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολόχῃ — μολόχη mallow fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολόχη — η (Α μολόχη) βλ. μολόχα …   Dictionary of Greek

  • μολόχην — μολόχη mallow fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολόχης — μολόχη mallow fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολόχα — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι μαλάχη ή μάλβα η αγρία. Ανθίζει από την άνοιξη ως το φθινόπωρο. Έχει πολύκλαδους κυλινδρικούς βλαστούς… …   Dictionary of Greek

  • μολόχας — μολόχᾱς , μολόχη mallow fem acc pl μολόχᾱς , μολόχη mallow fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Malachite — For other uses, see Malachite (disambiguation). Malachite Malachite from the Congo General Category Carbonate mineral …   Wikipedia

  • μολοχίτης — μολοχίτης, ό ή μολοχῑτις, ἡ (Α) φρ. «μολοχίτης λίθος» ή «μολοχῑτις λίθος» είδος πολύτιμου λίθου που έχει χρώμα μολόχας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολόχη + επίθημα ίτης/ ῖτις, που εμφανίζεται σε ονομασίες λίθων (πρβλ. ονυχ ίτης, σιδηρ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • μολόχινος — μολόχινος, ίνη, ον (Α) [μολόχη] 1. αυτός που αποτελείται από ίνες μολόχας ή αυτός που έχει το χρώμα τής μολόχας («μολόχιναι σινδόνες», Περ. Ερ. Θαλ.) 2. ο κατασκευασμένος από μολόχα («μολόχινος ἔμπλαστρος», Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • μώλυ — μῶλυ, τὸ (Α) 1. μυθικό φυτό με μαύρη ρίζα και λευκό άνθος, το οποίο έδωσε ο Ερμής στον Οδυσσέα ως αντιφάρμακο κατά τής μαγικής τέχνης τής Κίρκης 2. το φυτό κρόμμυον το μέλαν 3. το φυτό πήγανον ή άρμαλα, το οποίο αναπτυσσόταν, κυρίως, στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”