μολόχιον, τό, = μαλάχιον, s. oben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολόχιον — μολόχιον, τὸ (ΑΜ) μσν. η μολόχα αρχ. βλ. μαλάχιον … Dictionary of Greek
μαλάχιον — και μαλάκιον και μολόχιον, τὸ (Α) [μαλάχη] γυναικείο κόσμημα που φοριόταν γύρω από τον λαιμό, περιδέραιο … Dictionary of Greek