- βοο-τρόφος
βοο-τρόφος, Rinder ernährend, D. Per. 558.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοο-τρόφος, Rinder ernährend, D. Per. 558.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιερακοτρόφος — ο (ΑΜ ἱερακοτρόφος, ον) αυτός που τρέφει γεράκια (νεοελλ. μσν.) το αρσ. ως ουσ. ο ιερακοτρόφος ο γερακάρης, αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια αρχ. ως ουσ. ο μαθητής τού Ιέρακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + τροφος < τρέφω (πρβλ. βοο… … Dictionary of Greek