- βοθρεύω
βοθρεύω, eine Grube graben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοθρεύω, eine Grube graben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βοθρεύω — (Μ) [βόθρος] σκάβω λάκκο … Dictionary of Greek
βεβοθρευμένα — βοθρεύω dig a trench perf part mp neut nom/voc/acc pl βεβοθρευμένᾱ , βοθρεύω dig a trench perf part mp fem nom/voc/acc dual βεβοθρευμένᾱ , βοθρεύω dig a trench perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοθρεύειν — βοθρεύω dig a trench pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβεβοθρευμένα — ἀνά βοθρεύω dig a trench perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀναβεβοθρευμένᾱ , ἀνά βοθρεύω dig a trench perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀναβεβοθρευμένᾱ , ἀνά βοθρεύω dig a trench perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκβεβοθρευμένον — ἐκ βοθρεύω dig a trench perf part mp masc acc sg ἐκ βοθρεύω dig a trench perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόθρευμα — βόθρευμα, το (Μ) [βοθρεύω] βόθρος, όρυγμα … Dictionary of Greek
βόθρος — ο (AM βόθρος) νεοελλ. βαθύς σκεπασμένος λάκκος όπου διοχετεύονται και συγκεντρώνονται ακαθαρσίες αρχ. μσν. λάκκος, όρυγμα στο έδαφος αρχ. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βόθρος (με επίθημα * ro ), αποτελεί λέξη ήδη… … Dictionary of Greek
καταβοθρεύω — και καταβοθρῶ, όω (Α) ρίχνω μέσα στον λάκκο, χαντακώνω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βοθρεύω / βοθρῶ (< βόθρος «λάκκος»)] … Dictionary of Greek
μεταβοθρεύω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) μεταφέρω ένα φυτό από έναν βόθρο, δηλ. λάκκο, σε άλλο, μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + βοθρεύω / βοθρῶ (< βόθρος «λάκκος»] … Dictionary of Greek
περιβοθρεύω — Α σκάβω λάκκο ή χαντάκι γύρω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βοθρεύω (< βόθρος «λάκκος»)] … Dictionary of Greek
υποβοθρεύω — Μ 1. σκάβω λάκκους 2. μτφ. υποσκάπτω κάποιον ή κάτι, δολοπλοκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βοθρεύω (< βόθρος)] … Dictionary of Greek