- νοηρός
νοηρός, Sp. = νοερός, Aen. Tact. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοηρός, Sp. = νοερός, Aen. Tact. 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοηρός — νοηρός, ά, όν (Α) βλ. νοερός … Dictionary of Greek
ПРОКЛ — (Proklos) Диадох (412 485) др. греч. философ неоплатоник. Учился в Александрии, затем в Афинах у Плутарха Афинского и Сириана. Сменил Сириана в 437 в качестве главы Академии платоновской; сочинения П. тесно связаны с его преподавательской… … Философская энциклопедия
ЯМВЛИХ — (Iamwlichus) (не позже 280, вероятно в 245 ок. 325) антич. философ, основатель сирийской школы неоплатоников, ученик пифагорейца Анатолия, ученик, а затем оппонент Порфирия. Находился под сильным влиянием пифагореизма и халдейских оракулов,… … Философская энциклопедия
νοαρέως — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «νουνεχόντως» 2. (στον συγκριτ.) νοαρώτερον με μεγαλύτερη περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοαρός, δωρ. τ. τού νοηρός + επιρρμ. κατάλ. έως] … Dictionary of Greek
νοερός — ή, ό (ΑΜ νοερός, ά, όν, Α και νοηρός, ά, όν) 1. αυτός που συλλαμβάνεται με τον νου, αυτός που γίνεται αντιληπτός μόνο με τον νου («ἀόρατε, ἀκατάληπτε Δημιουργὲ τῶν νοερῶν οὐσιῶν», Μηναί.) 2. αυτός που γίνεται, που συντελείται στο πεδίο τού νου… … Dictionary of Greek
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek