- μολπῆτις
μολπῆτις, ιδος, ἡ, dor. μολπᾶτις, singend oder tanzend, ἱστῶν, κερκίς, Leon. Tar. 8 (VI, 288); vgl. Lob. Phryn. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολπῆτις, ιδος, ἡ, dor. μολπᾶτις, singend oder tanzend, ἱστῶν, κερκίς, Leon. Tar. 8 (VI, 288); vgl. Lob. Phryn. 256.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολπήτις — μολπῆτις, δωρ. τ. μολπᾱτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που άδει και χορεύει συγχρόνως, τραγουδίστρια και χορεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μολπή + επίθημα ῆτις, ήτιδος (πρβλ. λιμν ήτις, τεχν ήτις)] … Dictionary of Greek
μολπάτιδα — μολπά̱τιδα , μολπῆτις she who sings and dances fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)