- νομάδειος
νομάδειος, = νομαδικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομάδειος, = νομαδικός, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομάδειος — νομάδειος, ον (Α) νομαδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + κατάλ. ειος (πρβλ. δορκάδ ειος) … Dictionary of Greek