- μον-άκανθος
μον-άκανθος, mit einem Stachel, Dorn, Ath. VII, 281 f. aus Arist. H. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-άκανθος, mit einem Stachel, Dorn, Ath. VII, 281 f. aus Arist. H. A.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυάκανθος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάκανθον είδος φυτού με αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄκανθος (πρβλ. λευκ άκανθος, μον άκανθος)] … Dictionary of Greek
μονάκανθος — (monacanthus). Είδος ψαριού της οικογένειας των μονακανθιδών. Έχει δέρμα εξαιρετικά τραχύ και γι’ αυτό ονομάζεται και ψάρι λίμα, και ένα στερεό ραχιαίο αγκάθι αντί τριών. Το πίσω χείλος του αγκαθιού αυτού, είναι οδοντωτό σαν πριόνι. Ο μ.… … Dictionary of Greek