μονο-ήμερος

μονο-ήμερος

μονο-ήμερος, = μονήμερος, Batrach. 305.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • πολυήμερος — η, ο / πολυήμερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που απαιτεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερος κόπος» β. «καὶ πολυήμερον ὁδὸν διὰ τῆς ἄνω χώρας ἀγόμενος», Πλούτ.) 2. αυτός που διαρκεί πολλές ημέρες (α. «πολυήμερη νηστεία» β. «πολυήμερος δυσεντερίη», Ιπποκρ.).… …   Dictionary of Greek

  • άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …   Dictionary of Greek

  • ήμερα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… …   Dictionary of Greek

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”