- μονο-ζυγής
μονο-ζυγής, = Folgdm, σάνδαλον, Euen. ep. (Plan. 308).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-ζυγής, = Folgdm, σάνδαλον, Euen. ep. (Plan. 308).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισοζυγής — ές (Α ἰσοζυγής, ές) ίσος κατά το βάρος με κάποιον άλλο αρχ. ίσος κατά το μέγεθος («ἰσοζυγέων κυπαρίσσων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ , πρβλ. ἐ ζύγ ην, παθ. αόρ. τού ζεύγνυμι*), πρβλ. μονο ζυγής, νεο ζυγής] … Dictionary of Greek
ομοζυγής — ὁμοζυγής, ές (Α) ομόζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζυγής (< θ. ζυγ τού ζεύγνυμι, πρβλ. ἐ ζύγ ην), πρβλ. μονο ζυγής] … Dictionary of Greek