μονο-κρήπῑς

μονο-κρήπῑς

μονο-κρήπῑς, ῑδος, ὁ, mit einem Schuhe; Pind. P. 4, 75, vgl. μονοσάνδαλος. Auch Λυκοῦργος, Ep. ad. 297 (Plan. 127), wo Jacobs zu vergleichen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελαγκρήπις — μελαγκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (ΑM) αυτός που έχει μαύρες κρηπίδες, δηλαδή που φορά μαύρα υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κρηπίς «υπόδημα» (πρβλ. μονο κρήπις)] …   Dictionary of Greek

  • μονοκρήπις — μονοκρήπις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει ένα μόνο σανδάλι, μονοσάνδαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κρηπίς, ίδος «είδος υποδήματος» (πρβλ. θεο κρήπις)] …   Dictionary of Greek

  • βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • ραπίς — η / ῥαπίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. βοτ. φοινικοειδές φυτό τής Άπω Ανατολής 2. ανατ. νηματοειδές τμήμα τού πυρήνα τών κυττάρων μσν. αρχ. ράβδος, ραβδί αρχ. 1. είδος υποδήματος, κρηπίς* 2. δωρ. τ. τού ῥαφίς* 3. γογγυλίς, *είδος λάχανου, δανκί. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”