- μονθύλευσις
μονθύλευσις, ἡ, = ὀνϑύλευσις, μονθυλεύω, = ὀνϑυλεύω, von Phryn. verworfen, s. Lob. 356 u. Schweigh. zu Ath. I p. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονθύλευσις, ἡ, = ὀνϑύλευσις, μονθυλεύω, = ὀνϑυλεύω, von Phryn. verworfen, s. Lob. 356 u. Schweigh. zu Ath. I p. 50.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονθύλευσις — μονθύλευσις, ἡ (Α) βλ. ονθύλευσις … Dictionary of Greek
νθύλευσις — ὀνθύλευσις και μονθύλευσις, ἡ (Α) [ονθυλεύω] (ποιητ. τ.) η ενέργεια τού ονθυλεύω*, παρασκευή εδέσματος παραγεμισμένου με κομμένο κρέας, με κιμά … Dictionary of Greek