- μον-ούατος
μον-ούατος, einöhrig, mit einem Henkel, von einer Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-ούατος, einöhrig, mit einem Henkel, von einer Flasche, Ep. ad. 77 (V, 135).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χρυσούατος — ον, Α (για σκεύος) αυτός που έχει χρυσές λαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ούατος (< οὖς* «αφτί»), πρβλ. μον ούατος] … Dictionary of Greek
μονούατος — μονούατος, ον (Α) (για λαγήνι) μόνωτος*, αυτός που έχει μία μόνο λαβή, ένα χερούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ούατος (< οὖς «αφτί»), πρβλ. δολιχ ούατος, χρυσ ούατος] … Dictionary of Greek