νομο-φύλαξ

νομο-φύλαξ

νομο-φύλαξ, ακος, ὁ, der Gesetzwächter, eine eigene Obrigkeit, die über die Gesetze und ihre Beobachtung zu wachen harte; Plat. Legg. VI, 755 a u. öfter; Arist. pol. 6, g u. A. Vgl. über die νομοφύλακες in Athen Poll. 8, 102 u. die von Herm. griech. Staatsalterth. §. 129, 15 angeführten Schriften.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δίκαιος — α και η, ο και δίκιος, α, ο (AM δίκαιος, α, ον) Ι. 1. αυτός που κρίνει δίκαια, που απονέμει δικαιοσύνη σύμφωνα με τους νόμους και τη λογική («ο δίκαιος κριτής γυρεύει να χωρίσει το δίκαιο από το άδικο») 2. ο νόμιμος («δίκαιος κληρονόμος») 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • νομοφύλαξ — νομοφύλαξ, ακος, ὁ (ΑΜ, Α σπαν. και ως θηλ. νομοφύλαξ, ή) φύλακας, επιτηρητής, τηρητής τών νόμων μσν. το πολιτικό και εκκλησιαστικό αξίωμα τού χαρτοφύλακος, τού αξιωματούχου που ήταν εντεταλμένος για τη φύλαξη τών νόμων τού κράτους ή τού… …   Dictionary of Greek

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”