μονο-φυής

μονο-φυής

μονο-φυής, ές, aus einem Wuchse, Arist., der part. anim. 3, 7 σπλάγχνα μονοφυῆ das Herz nennt, wie διφυῆ, die aus zwei Theilen bestehenden Nieren; Theophr.; auch compar. μονοφυέστερον, Ggstz von πολυσχιδές, Ar. ibd. 3, 12; – aus einem Stücke, Her. 9, 83, in ion. Form μουνοφυέες ὀδόντες. – Uebh. einfach. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μονοφυής — ές (ΑΜ μονοφυής, ές, ιων. μουνοφυής) νεοελλ. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστό χωρίς κλαδιά και με ένα άνθος μόνο στην κορυφή, όπως π.χ. η παπαρούνα μσν. αυτός που έχει μία φύση, μία μορφή ή μία καταγωγή («ὡς ἕνα καὶ μονοφυῆ ἄνθρωπον», Ευστ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • ολοφυής — ὁλοφυής, ιων. τ. οὐλοφυής, ές (Α) 1. αυτός που συνίσταται από ένα μόνο τεμάχιο, ενιαίος, μονοκόμματος 2. (στον ιων. τ.) αυτός που βρίσκεται εξ ολοκλήρου στη φυσική του κατάσταση, τραχύς, ακατέργαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φυής (< φύω,… …   Dictionary of Greek

  • φύος — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «φύτευμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φῠ του ρ. φύω / φύομαι (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. φύω). Η ύπαρξη τού σιγμόληκτου αυτού ουδ. θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από τα σύνθ. σε φυής (πρβλ. μεγαλο φυής). Ο τ. φύος, ωστόσο, απαντά μόνο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”