- μονο-σκελής
μονο-σκελής, ές, einschenkelig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-σκελής, ές, einschenkelig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ετεροσκελής — ές (ΑΜ ἑτεροσκελής, ές) νεοελλ. μσν. (για ανθρώπους) αυτός που έχει το ένα μόνο από τα δύο πόδια, ο ανισοσκελής, ο ετερόπους, ο χωλός, ο κουτσός νεοελλ. φρ. «ετεροσκελής ισολογισμός» α) ο ισολογισμός που περιέχει μόνο το κεφάλαιο τών εσόδων ή τών … Dictionary of Greek
μονοσκελής — ές (Α μονοσκελής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει ένα μόνο σκέλος αρχ. αυτός που στέκεται μόνο στο ένα σκέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. πολυ σκελής] … Dictionary of Greek