μονο-σύλλαβος

μονο-σύλλαβος

μονο-σύλλαβος, einsylbig, Gramm. u. Scholl., auch adv., Schol. Ar. Plut. 143.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολυσύλλαβος — η, ο / πολυσύλλαβος, ον, ΝΜΑ γραμμ. (κυρίως για λέξη) αυτός που σύγκειται από πολλές συλλαβές. επίρρ... πολυσυλλάβως ΝΜΑ με πολλές συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σύλλαβος (< συλλαβή), πρβλ. μονο σύλλαβος] …   Dictionary of Greek

  • μονοσύλλαβος — η, ο (Α μονοσύλλαβος, ον) 1. (για λέξεις) αυτός που αποτελείται από μία μόνο συλλαβή 2. μτφ. αυτός που απαντά μονολεκτικά αρχ. (ειρων. για τους γραμματικούς) αυτός που ασχολείται μόνο με τις συλλαβές τών λέξεων. επίρρ... μονοσυλλάβως και… …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”