- νομαδιαῖος
νομαδιαῖος, wie Nomaden zusammenlebend, Schol. Il. 1, 50 u. 22, 128 u. Eust. das.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομαδιαῖος, wie Nomaden zusammenlebend, Schol. Il. 1, 50 u. 22, 128 u. Eust. das.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομαδιαίος — νομαδιαῑος, αία, ον (ΑΜ) μσν. (για τόπο) κατάλληλος για βοσκή αρχ. νομαδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μοναδ ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek
νομαδιαίων — νομαδιαῖος pasturage fem gen pl νομαδιαῖος pasturage masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαδιαίοις — νομαδιαῖος pasturage masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαδιαίας — νομαδιαίᾱς , νομαδιαῖος pasturage fem acc pl νομαδιαίᾱς , νομαδιαῖος pasturage fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)