νομαδικός

νομαδικός

νομαδικός, zum Hirtenleben gehörig, nomadisch; βίος, das nomadische Leben der Hirtenvölker, Arist. part. an. 4, 6; διασκευή, Pol. 8, 31, 7; auch adv. νομαδικῶς, Strab. II, 127, nach Nomadenart.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νομαδικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομαδικός — ή, ό (ΑΜ νομαδικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νομάδες ή αυτός που γίνεται κατά τον τρόπο τών νομάδων («οἱ μὲν οὖν βίοι τοσοῡτοι σχεδὸν εἰσὶν...νομαδικός, γεωργικός, ληστρικός, ἁλιευτικός, θηρευτικός», Αριστοτ.) αρχ. 1. (για έντομα ή …   Dictionary of Greek

  • νομαδικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νομάδες. 2. αυτός που ζει όπως οι νομάδες: Νομαδική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομαδικά — νομαδικός of neut nom/voc/acc pl νομαδικά̱ , νομαδικός of fem nom/voc/acc dual νομαδικά̱ , νομαδικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομαδικώτερον — νομαδικός of adverbial comp νομαδικός of masc acc comp sg νομαδικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομαδικῶν — νομαδικός of fem gen pl νομαδικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομαδικόν — νομαδικός of masc acc sg νομαδικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ούννοι — Νομαδικός λαός μογγολικής καταγωγής, που στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ. εγκατέλειψε τις στέπες του σημερινού Τουρκεστάν, εισέβαλε στη νότια Ρωσία, υποτάσσοντας ένα μέρος από τους εκεί εγκατεστημένους Γότθους, τους Οστρογότθους, ενώ παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • Τουαρέγκ — Νομαδικός πληθυσμός της Σαχάρας, που ζει κυρίως στο Μάλι και στον Νίγηρα. Ανθρωπολογικά είναι Βέρβεροι μιγάδες από μαύρους. Τα άτομα της φυλής αυτής είναι ψηλού αναστήματος, δολιχοκέφαλοι και έχουν σκουρόχρωμη επιδερμίδα. Οι παλαιότεροι πρόγονοί… …   Dictionary of Greek

  • Γιουρούκοι — Νομαδικός λαός της Μικράς Ασίας στον οποίο ανήκουν οι Κιζιλμπάσηδες, οι Ταχτατζήδες, οι Τεκελήδες, οι Τσομακλήδες κ.ά. Ασχολούνται με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι Γ. ανήκουν –όπως και οι προαναφερόμενοι– σε φυλές κοινής τουρκικής καταγωγής …   Dictionary of Greek

  • Υξώς ή Υκσώς — Νομαδικός λαός που κατά τα τέλη του 18ου αι. π.Χ., προερχόμενος πιθανώς από την Ασία, εισέβαλε στην Αίγυπτο περνώντας τον ισθμό του Σουέζ και κυριάρχησε στην κοιλάδα του Νείλου περίπου ένα αιώνα, μεταξύ 15ης και 17ης δυναστείας. Καμιά άμεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”