- μοδισμός
μοδισμός, ὁ, das Abmessen des Landes mit dem μόδιος, Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοδισμός, ὁ, das Abmessen des Landes mit dem μόδιος, Math. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοδισμός — μοδισμός, ὁ (ΑΜ) υπολογισμός έκτασης γης ο οποίος γίνεται με το μόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόδιον + ισμός μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *μοδίζω] … Dictionary of Greek
μοδισμός — measuring by modii masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμοῦ — μοδισμός measuring by modii masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμῷ — μοδισμός measuring by modii masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοδισμόν — μοδισμός measuring by modii masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)