μηδιστί — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών Μήδων, ιδίως κατά τη μηδική γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μῆδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. λυδ ιστί)] … Dictionary of Greek
Μηδιστί — in Median fashion indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)