μηνιθμός

μηνιθμός

μηνιθμός, , das Zürnen; Il. 16, 62. 202. 282; Antiphil. 11 (IX, 192).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηνιθμός — μηνιθμός, ὁ (Α) υπερβολικός θυμός, οργή («οὐ πρὶν μηνιθμὸν καταπαυσέμεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνις, ιος «θυμός, οργή» + επίθημα θμός, κατά τα λυκη θμός, μυκη θμός] …   Dictionary of Greek

  • μηνιθμός — wrath masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιθμοῖο — μηνιθμός wrath masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιθμῷ — μηνιθμός wrath masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνιθμόν — μηνιθμός wrath masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • γευθμός — γευθμός, ο (Α) η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι + (επίθημα) θμός (πρβλ. βαθμός, κλαυθμός, μηνιθμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”