νηνεμία — νηνεμίᾱ , νηνεμία stillness in the air fem nom/voc/acc dual νηνεμίᾱ , νηνεμία stillness in the air fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίᾳ — νηνεμίαι , νηνεμία stillness in the air fem nom/voc pl νηνεμίᾱͅ , νηνεμία stillness in the air fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμία — η (Α νηνεμία και ιων. τ. νηνεμίη) [νήνεμος] έλλειψη ανέμου, καιρική κατάσταση κατά την οποία δεν πνέει κανένας άνεμος, άπνοια, μπουνάτσα («μὴ ἐν νηνεμίᾳ ἀλλ ἐν μεγάλαῳ τινὶ πνεύματι», Πλάτ.) νεοελλ. μτφ. ψυχική ηρεμία, γαλήνη … Dictionary of Greek
νηνεμία — η γαλήνη, έλλειψη πνοής αέρα, άπνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηνεμίας — νηνεμίᾱς , νηνεμία stillness in the air fem acc pl νηνεμίᾱς , νηνεμία stillness in the air fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίαι — νηνεμία stillness in the air fem nom/voc pl νηνεμίᾱͅ , νηνεμία stillness in the air fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίαν — νηνεμίᾱν , νηνεμία stillness in the air fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμιῶν — νηνεμία stillness in the air fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίαις — νηνεμία stillness in the air fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίη — νηνεμία stillness in the air fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηνεμίην — νηνεμία stillness in the air fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)