- νομιστί
νομιστί, nach dem Herkommen, nach der Sitte, M. Anton. 7, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομιστί, nach dem Herkommen, nach der Sitte, M. Anton. 7, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομιστί — και νομιστεί (Α) επίρρ. 1. σύμφωνα με τον νόμο, κατά νόμο, κατά σύμβαση 2. σύμφωνα με τη συνήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ιππ ιστί)] … Dictionary of Greek
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek