- νομιστεύω
νομιστεύω, pass., gebräuchlich, gültig sein, von der Münze; Pol. 18, 17, 7; τούτῳ νομιστεύεσϑαι ϑέλων, S. Emp. adv. gramm. 178.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομιστεύω, pass., gebräuchlich, gültig sein, von der Münze; Pol. 18, 17, 7; τούτῳ νομιστεύεσϑαι ϑέλων, S. Emp. adv. gramm. 178.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομιστεύω — (Α) [νομιστός] 1. (σχετικά με νόμισμα) έχω σε κυκλοφορία, χρησιμοποιώ ως νόμισμα 2. (συν. το παθ.) νομιστεύομαι α) είμαι σε χρήση, ισχύω («τῆς δωροδοκίας ἐπιπολαζούσης... καὶ τοῡ χαρακτῆρος τούτου νομιστευομένου παρὰ τοῑς Αἰτωλοῑς», Πολ.) β) (για … Dictionary of Greek
κατανομιστεύω — (Α) λειώνω πολύτιμα αντικείμενα και κόβω νομίσματα («ὁ δὲ διὰ τὴν σπάνιν χρημάτων, ὅσον εἶχε κόσμον κατανομιστεύσας», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + νομιστεύω «έχω σε κυκλοφορία νομίσματα»] … Dictionary of Greek