- μομβρώ
μομβρώ, oder μομμώ, οῦς, ἡ, = μορμώ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μομβρώ, oder μομμώ, οῦς, ἡ, = μορμώ, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μομβρώ — (Α) βλ. μορμώ … Dictionary of Greek
μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να … Dictionary of Greek