- νομ-αρχία
νομ-αρχία, ἡ, die Würde, das Amt des Vorigen, D. Sic. 19, 85, Conj. Wessel. für ναυαρχία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομ-αρχία, ἡ, die Würde, das Amt des Vorigen, D. Sic. 19, 85, Conj. Wessel. für ναυαρχία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Номарх — (др. греч. νομάρχης; νομ άρχης[1]) должность управителя нома в Эллинистическом Египте и также принятое в историографии название чиновников c теми же полномочиями во времена Династического периода Египта. Являлся представителем фараона, а… … Википедия
κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… … Dictionary of Greek