- νηκτρίς
νηκτρίς, ίδος, ἡ, fem. zu νήκτης, Schwimmerinn, Sp., ἐλαία, = κολυμβάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηκτρίς, ίδος, ἡ, fem. zu νήκτης, Schwimmerinn, Sp., ἐλαία, = κολυμβάς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηκτρίς — νηκτρίς, ἡ (Α) βλ. νήκτης … Dictionary of Greek
νηκτρίδες — νηκτρίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήκτης — νήκτης, ό, θηλ. νηκτρίς (Α) 1. αυτός που κολυμπά, ο κολυμβητής 2. το θηλ. ελιά που διατηρείται στην άλμη, κολυμπάδα, κολυμβάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νήχω «κολυμπώ» + κατάλ. της (πρβλ. δέκ της). Ο τ. νηκτρίς < θ. νηκ + επίθημα τρίς (πρβλ. ψηκ τρίς)] … Dictionary of Greek
νέκτρια — η ζωολ. γένος ασκομυκήτων τής τάξης υποκρεώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nectria < νεολατ. nectria < νηκτρίς «κολυμβήτρια» < νήχω «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek