- βλιστηρὶς
βλιστηρὶς χείρ, die zeidelnde Hand, Zon. 6 (IX, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλιστηρὶς χείρ, die zeidelnde Hand, Zon. 6 (IX, 226).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βλιστηρίς — βλιστηρίς, η (Α) φρ. «βληστηρίδι χειρί» με το χέρι που τρυγάει το μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του *βλιστήρ «μελισσοκόμος» < *βλιττήρ < αρχ. βλίττω «κόβω την κερήθρα και τρυγάω το μέλι»] … Dictionary of Greek
βλιστηρίδι — βλιστηρίς honey taking fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)