μονό-δουπος

μονό-δουπος

μονό-δουπος, allein tönend, Simmi. ovum (XV, 27).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ομόδουπος — ὁμόδουπος, ον (Α) αυτός που ηχεί συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δοῦπος «βαρύς κτύπος, γδούπος» (πρβλ. μονό δουπος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόδουπος — μονόδουπος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο ήχο ή αυτός που ηχεί ομοιόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * δοῦπος «γδούπος, ήχος» (πρβλ. οξύ δουπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”