- νομόνδε
νομόνδε, zur Weide, Il. 18, 575 u. a. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομόνδε, zur Weide, Il. 18, 575 u. a. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομόνδε — (Α) επίρρ. στη βοσκή, προς το βοσκοτόπι («μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο νομόνδε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. νομόν τού νομός + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε)] … Dictionary of Greek
νομόνδε — to pasture indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομόνδ' — νομόνδε , νομόνδε to pasture indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)