μονό-δροπος

μονό-δροπος

μονό-δροπος, von einem Baume gepflückt, aus einem Stücke geschnitzt, ἀνδριάντα τὸν μονόδροπον, Pind. P. 5, 42. Vgl. μονόξυλος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεόδροπος — νεόδροπος, ον (Α) νεόδρεπτος* («κλάδοισι νεοδρόποις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό δροπος, ωμό δροπος] …   Dictionary of Greek

  • ωμόδροπος — ον, Α αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό δροπος] …   Dictionary of Greek

  • μονόδροπος — μονόδροπος, ον (Α) (για άγαλμα) αυτός που είναι κομμένος από ένα και μόνο στέλεχος, μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. νεό δροπος, ωμό δροπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”