μονό-ζῳος, allein lebend, LXX., zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομόζωος — ὁμόζωος, ον (Α) αυτός που μετέχει στον ίδιο βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζωος (< ζωή), πρβλ. μονό ζωος] … Dictionary of Greek
σαπρόζωος — ον, Α αυτός που ζει μέσα στη σαπίλα, στη σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + ζωος (< ζωή), πρβλ. μονό ζωος] … Dictionary of Greek