- μονό-κλαυτος
μονό-κλαυτος, ϑρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden, Aesch. Spt. 1056.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-κλαυτος, ϑρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden, Aesch. Spt. 1056.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόκλαυτος — μονόκλαυτος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που τόν κλαίει μόνο ένας 2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κλαυτός (< κλαίω),… … Dictionary of Greek