μονό-κλωνος

μονό-κλωνος

μονό-κλωνος, mit einem Zweige, einem Sproß, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

  • κλάδος ή κλώνος ή κλαδί ή κλωνάρι — Δευτερεύων βλαστός που φύεται κατά την επιμήκυνση του κύριου βλαστού των φυτών (κύριος άξονας). Υπάρχουν επίσης σπάνιες περιπτώσεις βλαστών που δεν διακλαδίζονται (απλοί βλαστοί), όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος των ποωδών φυτών της… …   Dictionary of Greek

  • εύκλωνος — εὔκλωνος, ον (Α) αυτός που έχει ωραίους κλώνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κλωνος (< κλων «κλαδί»), πρβλ. μονό κλωνος, πολύ κλωνος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόκλωνος — λεπτόκλωνος, ον (AM) αυτός που έχει λεπτά, λυγερά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κλῶνος (πρβλ. μονό κλωνος, τρί κλωνος)] …   Dictionary of Greek

  • πολύκλωνος — η, ο / πολύκλωνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς κλώνους, πολλά κλαδιά νεοελλ. 1. βιολ. χαρακτηρισμός ενός ιστού ή μιας δομής που προέρχεται από έναν αριθμό ιδρυτικών κυττάρων ή από διάφορους κυτταρικούς κλώνους και επίσης ειδικών αντισωμάτων… …   Dictionary of Greek

  • τετράκλωνος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει τέσσερεις κλώνους 2. αυτός που έχει κλωστεί με τέσσερεις κλωστές, με τέσσερα νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλῶνος (πρβλ. μονό κλωνος)] …   Dictionary of Greek

  • μονόκλωνος — η, ο (ΑΜ μονόκλωνος, ον) (για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο νεοελλ. 1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή 2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο 3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» ανοσοσφαιρίνη η οποία… …   Dictionary of Greek

  • βλαστός — I Επώνυμο λογίων, από διάφορες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, κυρίως κρητικής καταγωγής. 1. Αλέξανδρος (1816 – 1844). Γιατρός από τη Χίο. Το 1822 κατέφυγε στην Τεργέστη για να αποφύγει τους διωγμούς των Τούρκων. Ο ίδιος σπούδασε ιατρική στη… …   Dictionary of Greek

  • βούρλο — Κοινή ονομασία των μονοκοτυλήδονων φυτών του γένους γιούγκος, της οικογένειας των γιουγκιδών. Είναι φυτά αγρωστιδόμορφα που ζουν κυρίως σε υγρές και τελματώδεις περιοχές της εύκρατης ζώνης. Το β. έχει άνθη πρασινωπά ή καστανά, σε ανθοταξίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”