μονό-κερως

μονό-κερως

μονό-κερως, ωτος, ὁ, dasselbe; Arist. Gen. an. 3, 2; Plut. Per. 6. – Das Einhorn, Ael. N. A. 16, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… …   Dictionary of Greek

  • μηλόκερως — και μηλόκερος, ὁ (ΑΜ) αυτός που έχει κέρατα προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + κερος και κέρως (< κέρας, γεν. αττ. κέρως), πρβλ. αιγό κερως, μονό κερως] …   Dictionary of Greek

  • τετράκερως — ο / τετράκερως, ων, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο τετράκερως ζωολ. γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει ένα μόνο είδος το οποίο χαρακτηρίζεται από την παρουσία τεσσάρων κεράτων από τα οποία το μπροστινό ζεύγος είναι μικρότερο αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

  • εύκερως — ων (Α εὔκερως, ων και ασυναίρ. εὐκέραος, ον, μτγν. τ. εὐκεράως, ων, ποιητ. τ. ἠΰκερος) νεοελλ. ζωολ. το θηλ. ως ουσ. η εύκερως γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ωραία κέρατα. επίρρ... εὐκεράως (Α) με ωραία κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ +… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκερος — και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, ων, Μ μεγαλόκερος, ον) νεοελλ. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidae μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μελάγκερως — μελάγκερως, ων (Α) αυτός που έχει μαύρα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κερως (< κέρας), πρβλ. μεγά κερως, μονό κερως] …   Dictionary of Greek

  • οξύκερως — ὀξύκερως, ωτος, ὁ, ἡ (ΑΜ) αυτός που έχει αιχμηρά κέρατα («ὀξύκερως θήρ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + κέρας, κέρως (πρβλ. μονό κερως)] …   Dictionary of Greek

  • πλατύκερως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά κέρατα («πλατύκερως ἔλαφος», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + κέρως (< κέρας, ατος), πρβλ. μονό κερως] …   Dictionary of Greek

  • στρεβλόκερως — ων και στρεβλοκέρατος, ον, ΜΑ αυτός που έχει στρεβλά κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + κερως / κέρατος (< κέρας, κέρατος), πρβλ. μονό κερως] …   Dictionary of Greek

  • κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… …   Dictionary of Greek

  • μονόκερως — (Αστρον.). Διεθνώς Monoceros με σύμβολο Mon. Αμυδρός αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, κοντά στον αστερισμό του Ωρίωνα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς των Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγωού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”