μονό-καυλος

μονό-καυλος

μονό-καυλος, einstengelig, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μακρόκαυλος — μακρόκαυλος, ον (Α) (για φυτό) αυτός που έχει μακρύ στέλεχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + καυλός (πρβλ. μονό καυλος, πλατύ καυλος)] …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • List of Latin and Greek words commonly used in systematic names — Contents 1 List of words 1.1 A 1.2 B 1.3 C …   Wikipedia

  • Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik — Die Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik dient dem Verständnis wissenschaftlicher Namen von Organismen. Die binominale Nomenklatur und einige Namen für höhere Taxa, etwa für Ordnungen, basiert überwiegend auf… …   Deutsch Wikipedia

  • μονόκαυλος — μονόκαυλος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο στέλεχος, μονοκάλαμος (τῶν ποωδῶν τὰ μὲν πολύκαυλα, τὰ δὲ μονόκαυλα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + καυλός «στέλεχος, καλάμι»] …   Dictionary of Greek

  • στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”