μονό-χειρ

μονό-χειρ

μονό-χειρ, ειρος, einhändig, Nicom. Ar. 1, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θρασύχειρ — θρασύχειρ, ος, ὁ, ἡ (Α) 1. δυνατός στα χέρια, χεροδύναμος 2. (για πυγμαχία) βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + χειρ (< χειρ), πρβλ. αυτό χειρ, μονό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • κολόχειρ — κολόχειρ, ρος, ό, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + χειρ (< χείρ), πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • ομπνιόχειρ — ὀμπνιόχειρ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλουσιόχειρ, πλούσιος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμπνιος «μεγάλος, πλούσιος» + χειρ (< χείρ, ός), πρβλ. μονό χειρ, πλουσιό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • πλουσιόχειρ — ειρος, ὁ, ἡ, Α 1. γενναιόδωρος, πλουσιοπάροχος, ανοιχτοχέρης 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀμπνειόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + χειρ (< χείρ, χειρός), πρβλ. μονό χειρ, ομπνιό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • κραταιόχειρ — κραταιόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει δυνατά χέρια, κραταιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χείρ, χειρός (ἡ), πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ] …   Dictionary of Greek

  • κρατερόχειρ — κρατερόχειρ, ειρος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό χέρι, ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + χείρ, χειρός (πρβλ. αριστερό χειρ, μονό χειρ)] …   Dictionary of Greek

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • μονόχειρ — ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ) αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χειρ (πρβλ. αδικό χειρ, μαλακό χειρ)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”