- μονό-χροος
μονό-χροος, zsgzgn μονό-χρους, ουν, einfarbig, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-χροος, zsgzgn μονό-χρους, ουν, einfarbig, Arist. gener. an. 5, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
μονόχρους — μονόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χρους (< χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό χρους, πολύ χρους] … Dictionary of Greek