- μον-όφθαλμος
μον-όφθαλμος, einäugig, Strab. II, 70 u. Sp.; Her. 3, 116. 4, 27 in ion. Form. μουνόφϑ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-όφθαλμος, einäugig, Strab. II, 70 u. Sp.; Her. 3, 116. 4, 27 in ion. Form. μουνόφϑ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαγόφθαλμος — και λαγώφθαλμος, η, ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, ον) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία αρχ. 1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό τού οφθαλμού 2.… … Dictionary of Greek
λοξόφθαλμος — η, ο (AM λοξόφθαλμος, ον) αυτός που έχει λοξά τις κόρες των ματιών, αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ όφθαλμος, μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
φοβερόφθαλμος — ον, Α αυτός τού οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ όφθαλμος, μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
χαροπόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει μεγάλα και λαμπερά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαροπός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. μον όφθαλμος] … Dictionary of Greek
χιλιόφθαλμος — η, ο, Ν αυτός που έχει χίλιους, δηλαδή αναρίθμητους, οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + οφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος, πολυ όφθαλμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό] … Dictionary of Greek
ολόφθαλμος — η, ο (Α ὁλόφθαλμος, ον) ο γεμάτος μάτια νεοελλ. ζωολ. (για έντομα) αυτός τού οποίου το κάθε μάτι είναι ενιαίο, δηλ. δεν είναι ούτε διαιρεμένο ούτε με βαθιές εντομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
παντόφθαλμος — ον, Α αυτός που είναι γεμάτος μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
πεντόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει πέντε οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ (βλ. πεντα ) + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
πολυόφθαλμος — ον, Α 1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον το φυτό βούφθαλμον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
πυκνόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
ριψόφθαλμος — ον, ΜΑ αυτός που ρίχνει τα μάτια του εδώ κι εκεί, αυτός που κοιτά με πόθο ή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] … Dictionary of Greek