- μονό-φορβος
μονό-φορβος, allein weidend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονό-φορβος, allein weidend, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύφορβος — ον, και πολύφορβος, η, ον, Α 1. (για τη γη ή για τη θεά Δήμητρα) αυτός που έχει πολλή τροφή 2. αυτός που δίνει τροφή σε πολλούς, πολυτρόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φορβος (< φορβή «τροφή»), πρβλ. μονό φορβος] … Dictionary of Greek