βλαστικός

βλαστικός

βλαστικός, dasselbe, keimend, Theophr.; das Keimen befördernd, Id.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βλαστικός — ή, ό (Α βλαστικός, ή, όν) αυτός που συντελεί στη βλάστηση νεοελλ. 1. εκείνος που ανήκει στον βλαστό ή στη βλάστηση 2. ιστός που διαθέτει έντονη αναπαραγωγική ικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός ή < βλαστάνω] …   Dictionary of Greek

  • βλαστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το βλαστό. 2. αυτός που έχει σχέση με τη βλάστηση ή συντελεί σ αυτήν: Τα σπαρτά διατηρούν για πολύ τη βλαστική τους ικανότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βλαστικός δίσκος — Μέρος του αβγού των ζώων με δισκοειδή κυτταρική διαίρεση. Περιέχει έναν πυρήνα και είναι ελεύθερος από τη λέκιθο. Κατά τη διαδικασία της κυτταρικής διαίρεσης, ο β.δ. μετασχηματίζεται σε μια στιβάδα κυττάρων (βλαστόδερμα), που περιβάλλει τη λέκιθο …   Dictionary of Greek

  • βλαστικά — βλαστικός budding neut nom/voc/acc pl βλαστικά̱ , βλαστικός budding fem nom/voc/acc dual βλαστικά̱ , βλαστικός budding fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστικῶν — βλαστικός budding fem gen pl βλαστικός budding masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστικόν — βλαστικός budding masc acc sg βλαστικός budding neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστικωτέροις — βλαστικός budding masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστικῆς — βλαστικός budding fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστικήν — βλαστικός budding fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαστικώτερα — βλαστικός budding neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”